- ολοζώντανος
- -η, -ο1. επιτατικό του ζωντανός.2. μτφ., ο γεμάτος ζωτικότητα, δραστήριος, έξυπνος, ζωηρός, έντονος: Είναι ακόμη δραστήριος, ολοζώντανος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.