ολοζώντανος

ολοζώντανος
-η, -ο
1. επιτατικό του ζωντανός.
2. μτφ., ο γεμάτος ζωτικότητα, δραστήριος, έξυπνος, ζωηρός, έντονος: Είναι ακόμη δραστήριος, ολοζώντανος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ολοζώντανος — η, ο 1. γεμάτος ζωή και δράση, ζωντανός, έμψυχος 2. γεμάτος ζωτικότητα, γεμάτος ζωντάνια, δραστήριος 3. (για κρέας ή ψάρι) πολύ φρέσκος, νωπός. επίρρ... ολοζώντανα όλο ζωντάνια …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

  • σπαρταριστός — ή, ό 1. εκείνος που σπαρταράει. 2. αυτός που αναπαρασταίνεται ζωηρά, ολοζώντανος: Στις σελίδες αυτού του βιβλίου βρίσκει κανείς σπαρταριστές περιγραφές της θάλασσας. 3. «σπαρταριστά ψάρια», φρέσκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”